Σε όλον σχεδόν τον δυτικό κόσμο, οι έρευνες
καταδεικνύουν ότι η αξιοπιστία των ΜΜΕ βρίσκεται
σε ιστορικό χαμηλό. Πού οφείλεται αυτό; Όλα τα
ΜΜΕ είναι συστημικά και μπουχτισμένα με την
διαπλοκή; Ή το πρόβλημα είναι ευρύτερο και
διεθνές;
Στον δυτικό κόσμο, πέραν της αλματώδους
ανάπτυξης του Διαδικτύου, καταγράφεται και
πολλαπλασιασμός άκρως μεροληπτικών ιστοσελίδων
με μπόλικη δόση συνωμοσιολογίας. Πολλοί χρήστες,
μάλιστα, προσελκύονται από το «εκρηκτικό»
περιεχόμενό τους. Γιατί γίνεται αυτό;
Ενδεχομένως στην εποχή των Μέσων επικοινωνίας
όπου οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον κόσμο πρώτα
από τα ΜΜΕ και μετά από το σχολείο (που
παραμένει ο μαζικότερος θεσμός της σύγχρονης
κοινωνίας), γίνονται όλο και λιγότερο ανεκτικοί
σε οποιαδήποτε πληροφορία έρχεται σε αντίθεση με
τις πεποιθήσεις τους, απορρίπτοντας ως «προκατειλημμένες»
ειδήσεις και γνώμες που δεν τούς αρέσουν.
Παράλληλα, είναι τα μεγάλης εμβέλειας –«συστημικά»,
στην ελληνική– παραδοσιακά ΜΜΕ που επικρίνονται
περισσότερο (στην πράξη, τα μόνα που
επικρίνονται).
Από την άλλη πλευρά, οι περισσότεροι μελετητές
αδυνατούν να κατανοήσουν τους λόγους για τους
οποίους οι πολίτες τελικά επιλέγουν κάποια
κόμματα ή πολιτικούς, ψηφίζουν υπέρ του Brexit ή
του Τραμπ, ή επικρίνουν τα «συστημικά Μέσα». Τα
μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εκεί δηλαδή που
δίνεται χώρος έκφρασης σε απλούς, καθημερινούς
ανθρώπους, έχουν κάνει αυτή την κατάσταση ακόμη
πιο σύνθετη, στην ουσία περίπλοκη –καθώς, από
την μία μεριά, δημιουργούν μία εξατομικευμένη
ροή των πληροφοριών και, από την άλλη, λόγω
ακριβώς αυτής της εξατομίκευσης, αποδέχονται
μόνον αυτό που τούς είναι οικείο, κατανοητό ή με
το οποίο συμφωνούν. Στην πράξη, όμως, αυτός που
δεν αποδέχεται μιαν άλλη ενημέρωση πέραν των
πεποιθήσεών του, είναι ανενημέρωτος.
Ακόμη χειρότερα, η δημοκρατία αποτυγχάνει εάν ο
λαός της είναι ανενημέρωτος ή κακά
πληροφορημένος.
Καθώς η πολιτική έχει γίνει πιο διχαστική και
κομματοκεντρική, οι πολιτικές μας απόψεις
συνδέονται όλο και περισσότερο με την προσωπική
μας ταυτότητα –και αυτό συμβάλλει στην εξάπλωση
της παραπληροφόρησης. Σύμφωνα με μελετητές,
αντιμετωπίζουμε την πολιτική μας ταυτότητα ως
καθοριστικό στοιχείο του εαυτού μας, όπως την
ιθαγένεια, το χρώμα του δέρματος ή την θρησκεία.
Και όταν κάποιος επικρίνει ή αμφισβητεί τις
πεποιθήσεις μας, αυτό εκλαμβάνεται ως προσωπική
προσβολή στην οποία πρέπει να αντιταχθούμε,
ανεξάρτητα από τα γεγονότα. Αυτό δε το φαινόμενο
δεν περιορίζεται τους ψηφοφόρους με χαμηλό βαθμό
ενημέρωσης.
Η ειρωνεία είναι ότι το Διαδίκτυο υποτίθεται ότι
θα εκδημοκράτιζε την ενημέρωση, προσφέροντας την
δυνατότητα σε «περίεργους» πολίτες να αποκτήσουν
καλύτερη γνώση πάνω σε σχετικώς περίπλοκα θέματα.
Αντ’ αυτού, έχει δώσει την δυνατότητα να γράφει
και να λέει ο καθένας ό,τι θέλει υπό το πέπλο
της ανωνυμίας του. Η αφιλτράριστη ενημέρωση δεν
σημαίνει απαραίτητα πιο ελεύθερη ενημέρωση.
Συχνά κάνει όλες τις απόψεις και πεποιθήσεις να
εμφανίζονται εξίσου έγκυρες –αφού πάντα μπορούν
να βρεθούν διαδικτυακές αποδείξεις και
υποστηρικτές, ακόμη και στις πιο παράλογες
περιπτώσεις όπου ο μύθος συγχέεται με την
πραγματικότητα. στην πράξη έχουμε ήδη εισέλθει
στην «εποχή της μετα-αλήθειας».
Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην παραδοσιακή
δημοσιογραφία είναι πλέον η μεγαλύτερη πρόκληση
των ημερών μας. Οι ειδησεογραφικοί φορείς πρέπει
να εργαστούν σκληρότερα στην παροχή καλύτερης
ενημέρωσης. Παράλληλα, το σύνολο του πολιτικού
κόσμου πρέπει να στηρίξει αυτή την προσπάθεια.
Όταν μειώνεται η αξιοπιστία των Μέσων, οι
πολίτες μπορεί να περιφρονήσουν τα ΜΜΕ, αλλά και
να διερωτώνται ταυτοχρόνως για τις πολιτικές
επιλογές τους.
Στέλιος Παπαθανασόπουλος –
European Business Review |